Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυορροώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυορροώ [pioroó] Ρ10.9α : (ιατρ., για πληγή) βγάζω πύον.

[λόγ. < αρχ. πυορροῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες