Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοφορώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοφορώ [protoforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : α. φορώ κτ. για πρώτη φορά: Πρωτοφόρεσε τακούνια στο γυμνάσιο. || (έκφρ.) τι να πρωτοφορέσω, για να δηλώσουμε τη μεγάλη δυνατότητα επιλογής που έχουμε ως προς το τι θα φορέσουμε: Δεν ήξερε τι να πρωτοφορέσει. β. φορώ κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοφόρεσε σκουλαρίκι στην παρέα;

[πρωτο- + φορώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες