Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτομαθαίνω [protomaθéno] -ομαι Ρ αόρ. πρωτοέμαθα και πρωτόμαθα, απαρέμφ. πρωτομάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α. μαθαίνω κτ. για πρώτη φορά: Aπό το βιβλίο αυτό πρωτοέμαθε να διαβάζει. || μαθαίνω κτ. πρώτα απ΄ όλα τα άλλα, στην έκφραση τι να πρωτομάθει (κανείς), τι να μάθει πρώτα, συνήθ. για να δηλώσουμε πόσο πολλά είναι τα πράγμα τα που πρέπει να μάθουμε: Tι να πρωτομάθουν τα παιδιά στο σχολείο; β. μαθαίνω κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοέμαθε τα νέα;
[πρωτο- + μαθαίνω]