Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοδοκιμάζω [protoδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : α. δοκιμάζω κτ. για πρώτη φορά: Πότε πρωτοδοκίμασες αλκοόλ; β. δοκιμάζω κτ. εγώ πρώτος.
[πρωτο- + δοκιμάζω]