Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοδοκιμάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοδοκιμάζω [protoδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : α. δοκιμάζω κτ. για πρώτη φορά: Πότε πρωτοδοκίμασες αλκοόλ; β. δοκιμάζω κτ. εγώ πρώτος.

[πρωτο- + δοκιμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες