Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοδημοσιεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοδημοσιεύω [protoδimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : α. δημοσιεύω κτ. για πρώτη φορά: Mυθιστορήματα που πρωτοδημοσιεύτηκαν, σε συνέχειες, σε εφημερίδες. β. δημοσιεύω κτ. εγώ πρώτος: H τάδε εφημερίδα πρωτοδημοσίευσε την είδηση.

[πρωτο- + δημοσιεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες