Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτογνωρίζω [protoγnorízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο αορ. θ.) : γνωρίζω κπ. ή κτ. για πρώτη φορά: Tον πρωτογνώρισα, θυμάμαι, στη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια της δικτατορίας. Πού να θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια πότε πρωτογνωριστήκαμε!
[πρωτο- + γνωρίζω]