Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοβλέπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτοβλέπω [protovlépo] -ομαι Ρ πρτ. πρωτόβλεπα και πρωτοέβλεπα, αόρ. πρωτοείδα και πρωτόειδα και (προφ.) πρωτόδα, απαρέμφ. πρωτοδεί, παθ. αόρ. πρωτοειδώθηκα, απαρέμφ. πρωτοϊδωθεί : α. βλέπω κπ. ή κτ. για πρώτη φορά: Tον θυμάμαι νέο κι ωραίο, όπως ήταν όταν τον πρωτοείδα, τον πρωτογνώρισα. Πρωτοειδωθήκαμε στο Παρίσι πριν τη δικτατορία. Όταν το πρωτοείδα το σπίτι, δε μου άρεσε. || βλέπω κτ. πρώτα απ΄ όλα τα άλλα, στην έκφραση τι / ποιον να πρωτοδεί (κανείς), τι / ποιον να δει πρώτα, συνήθ. για να δηλώσουμε πόσο πολλά ή σημαντικά είναι τα πράγματα ή τα πρόσωπα που πρέπει ή αξίζει να δούμε: Πήγαμε για πρώτη φορά στο Παρίσι και δεν ξέραμε τι να πρωτοδούμε. β. βλέπω κπ. ή κτ. εγώ πρώτος: Εγώ τον πρωτοείδα να έρχεται.

[πρωτο- + βλέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες