Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωτοβγαίνω [protovjéno] Ρ πρτ. πρωτόβγαινα και πρωτοέβγαινα, αόρ. πρωτοβγήκα, απαρέμφ. πρωτοβγεί : 1. βγαίνω για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγήκα, μετά την αρρώστια μου. Όταν πρωτοβγαίνουν τα φρούτα είναι ακριβά, όταν εμφανίζονται στην αγορά. Όταν πρωτοβγήκε το περιοδικό, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά. 2. βγαίνω εγώ πρώτος: Aυτός πρωτοβγήκε από το αυτοκίνητο. Ποιος από τους δύο πρωτοβγήκε βουλευτής;, ποιος είναι ο παλαιότερος.
[πρωτο- + βγαίνω]