Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρωθυπουργεύω [proθipurjévo] Ρ5.1α (μόνο στον ενεστ.) : εκτελώ καθήκοντα πρωθυπουργού, αναπληρώνοντας τον πρωθυπουργό.
[λόγ. πρωθυπουργ(ός) -εύω]