Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυτανεύω 1 [pritanévo] Ρ5.1α : ασκώ τα καθήκοντα του πρύτανη.
[λόγ. πρύταν(ης)1 -εύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυτανεύω 2 : για άποψη, γνώμη που επικρατεί και επιβάλλεται σε άλλες που θεωρούνται λιγότερο ορθές ή συμφέρουσες: Πρυτάνευσε η μετριοπαθής άποψη. Ελπίζω ότι τελικά θα πρυτανεύσει η λογική και θα αποφύγουμε τον πόλεμο.
[λόγ. < αρχ. πρυτανεύω `προεδρεύω, ελέγχω΄]