Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριτσινώνω [pritsinóno] -ομαι & περτσινώνω [pertsinóno] -ομαι Ρ1 : καρφώνω, συνδέω κτ. με πριτσίνια: Πριτσινωμένη λαμαρίνα.
[πριτσίν(ι), περτσίν(ι) -ώνω]