Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρακτορεύω [praktorévo] -ομαι Ρ5.1 : αναλαμβάνω με αμοιβή να διεκπεραιώσω υποθέσεις, να εκπροσωπήσω τα συμφέροντα τρίτων: ~ ξένους εμπορικούς οίκους / ναυτιλιακές εταιρείες. || (μειωτ.): Πρακτορεύει τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, εξυπηρετεί, προωθεί.
[λόγ. < ελνστ. πρακτορεύω `συλλέγω φόρους΄ κατά τη νέα σημ. του πράκτορας]