Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραγματώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πραγματώνω [praγmatóno] -ομαι Ρ1 : πραγματοποιώ1: Πραγματώθηκαν οι επιδιώξεις / οι στόχοι / τα όνειρά του.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. réaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες