Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονοκεφαλιάζω [ponokefa
ázo] Ρ2.1α : 1. προξενώ σε κπ. κεφαλόπονο, ζάλη: Aυτή η μουσική / αυτός ο θόρυβος με πονοκεφάλιασε. 2. ενοχλώ κπ. (μιλώντας, θορυβώντας κτλ.), τον ζαλίζω, τον σκοτίζω: Mη με πονοκεφαλιάζεις με τη φλυαρία σου. 3α. αισθάνομαι κεφαλόπονο, ζάλη: Πονοκεφάλιασα απ΄ το θόρυβο / την πολυλογία / τη φασαρία / το πολύ διάβασμα. β. κουράζομαι πνευματικά, προβληματίζομαι, στενοχωριέμαι: Kάθεται και πονοκεφαλιάζει με τα προβλήματα των άλλων. [πονοκέφαλ(ος) -ιάζω]