Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονηρεύω [ponirévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω κπ. να σκέφτεται με πονηρό τρόπο, του δημιουργώ υποψίες, διεγείρω την καχυποψία του: Aυτό που άκουσα με πονήρεψε. 2. γίνομαι πονηρός, χάνω την αθωότητα, την αφέλεια ή την ευπιστία μου. || (ειδικότ.) αποκτώ συνείδηση του ερωτισμού, της σεξουαλικότητας: Mεγάλωσε το παιδί και πονήρεψε. || (παθ.) γίνομαι καχύποπτος, μπαίνω σε υποψίες: Tους είδα / τους άκουσα να κρυφομιλούν και πονηρεύτηκα.
[ενεργ. του αρχ. πονηρεύομαι `δείχνω κακή συμπεριφορά΄ κατά την εξέλ. της σημ. του πονηρός]