Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πομπεύω [pombévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) διαπομπεύω. || (μππ.) ντροπιασμένος, ρεζιλεμένος ή ξεδιάντροπος και γενικότερα ηθικά εκτεθειμένος.
[αρχ. πομπεύω `οδηγώ πομπή, βρίζω με χοντράδες΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]