Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυσυζητώ [polisizitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (σε αρνητικές προτάσεις) συζητώ σε βάθος ή σε έκταση για κτ. ή για κπ.: Aς μην το πολυσυζητάμε το ζήτημα.
[λόγ. πολυ-2 + συζητώ]