Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυμερίζω [polimerízo] -ομαι Ρ2.1 : (χημ.) εκτελώ, προκαλώ τη διαδικα σία του πολυμερισμού, παράγω κτ. με πολυμερισμό: Πλαστικά αντικείμε να, φτιαγμένα από υλικό που (δεν) πολυμερίζεται.
[λόγ. πολυμερ(ής)3 -ίζω]