Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυκαιρίζω [polikerízo] Ρ2.1α : 1. διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα, καθυστερώ, διαιωνίζομαι: H υπόθεση πολυκαιρίζει. 2. παλιώνω από το πέρασμα του χρόνου.
[πολυ- + καιρ(ός) -ίζω]