Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυβολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυβολώ [polivoló] -ούμαι Ρ10.9 : βάλλω με πολυβόλο: Tα αεροπλάνα πολυβόλησαν τον άμαχο πληθυσμό.

[λόγ. πολυβόλ(ον) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες