Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολτοποιώ [poltopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κάνω κτ. πολτό, μεταβάλλω κτ. σε πολτό: Tα φρούτα πολτοποιούνται και με κατάλληλη επεξεργασία παράγονται οι χυμοί. Tο χρησιμοποιημένο χαρτί μπορεί να πολτοποιηθεί και να ξαναχρησιμοποιηθεί. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να μοιάζει με πολτό: Tο μηχάνημα πολτοποίησε τα δάχτυλα του χειριστή. Bρήκαν το θύμα με πολτοποιημένο κεφάλι.
[λόγ. < ελνστ. πολτοποιῶ]