Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιμεναρχώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιμεναρχώ [pimenarxó] Ρ10.9α : (εκκλ.) είμαι ποιμενάρχης.

[λόγ. < μσν. ποιμεναρχώ < ποιμενάρχ(ης) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες