Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιμαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιμαίνω [piméno] -ομαι Ρ7.2 : (εκκλ.) καθοδηγώ, κατευθύνω τους πιστούς.

[λόγ. < ελνστ. ποιμαίνω, αρχ. σημ.: `βόσκω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες