Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδηλατώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποδηλατώ [poδilató] Ρ10.9α : κινούμαι, ασκούμαι με ποδήλατο.

[λόγ. ποδηλάτ(ης) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες