Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδηγετώ [poδijetó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) καθοδηγώ κπ., τον κατευθύνω πνευματικά, ηθικά· διαπαιδαγωγώ. || (αρνητικά) ασκώ έντονη επίδραση πάνω σε κπ., τον κατευθύνω εκεί που θέλω αφαιρώντας του κάθε πρωτοβουλία και ανεξαρτησία στη σκέψη και στη δράση· χειραγωγώ2β: Οι δημαγωγοί πολιτικοί προσπαθούν να ποδηγετήσουν τις μάζες που τους ακολουθούν.
[λόγ. < αρχ. ποδηγετῶ]