Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλουμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουμίζω [plumízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) διακοσμώ κτ. με πλουμίδια, με στολίδια.

[μσν. πλουμίζω < πλουμ(ί) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες