Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλισάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλισάρω [plisáro] -ομαι Ρ6 : κάνω πλισέδες σε ένα ύφασμα: Πλισαρισμένος γιακάς.

[γαλλ. pliss(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες