Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληθύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληθύνω [pliθíno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) πληθαίνω: Πληθύνθηκαν τα προβλήματα της οικονομίας. (έκφρ.) αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, για γοργή αύξηση, συνήθ. ως προτροπή για τεκνοποίηση.

[λόγ. < αρχ. πληθύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες