Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληγιάζω [plijázo] Ρ2.1α μππ. πληγιασμένος : προξενώ ή αποκτώ πληγές: Πλήγιασαν τα χέρια μου από τ΄ αγκάθια. Tα παπούτσια μου με πλήγιασαν. Πληγιασμένο κορμί, γεμάτο πληγές.
[πληγ(ή) -ιάζω]