Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλευριτώνω [plevritóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) γίνομαι αιτία, κάνω κπ. να κρυολογήσει, να πουντιάσει: Kλείσε το παράθυρο, γιατί θα μας πλευριτώσεις. || (παθ.) κρυολογώ, πουντιάζω: Kάθισα στο ρεύμα ιδρωμένος και πλευριτώθηκα.
[πλευρίτ(ης) -ώνω]