Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλευρίζω [plevrízo] Ρ2.1α μππ. πλευρισμένος : 1. (ιδ. για σκάφος) αρά ζω, αγκυροβολώ με τη μία πλευρά στην προκυμαία ή στο πλευρό άλλου πλοίου: Tο καράβι πλεύρισε στην προκυμαία, για να αποβιβάσει τους επιβάτες. 2. (μτφ.) α. πλησιάζω κπ. με σκοπό να τον χρησιμοποιήσω για την εξυπηρέτηση (αθέμιτων συνήθ.) συμφερόντων· διπλαρώνω1: Tον πλεύρισε για να του ζητήσει ρουσφέτι / για να του φάει τα λεφτά. β. πλησιάζω κπ. (άντρα ή γυναίκα) με ερωτικές διαθέσεις· διπλαρώνω1: Tην πλεύρισε στο πάρτι και τη φλέρταρε επίμονα.
[πλευρ(ό) -ίζω]