Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλειονοψηφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλειονοψηφώ [plionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) πλειοψηφώ. ANT μειονοψη φώ.

[λόγ. πλειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες