Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλανεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλανεύω [planévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) παραπλανώ, εξαπατώ, παρασύ ρω, ξελογιάζω κπ. με ενέργειες ή με λόγια (συνήθ. υποσχέσεις, κολακείες κτλ.): Tην πλάνεψε με τα λόγια του. Mου πλάνεψε το νου η ομορφιά της.

[μσν. πλανεύω < πλάν(η) 1 -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες