Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλανάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλανάρω [planáro] -ομαι & πλανιάρω [plaáro] -ομαι Ρ6 : πλανίζω.

[βεν. planar(e) -ω· πλάνι(α) (παράλλ. τ. του πλάνη 2 ίσως < υστλατ. *plania παράλλ. τ. του plana δες στο πλάνη 2) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες