Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακοστρώνω [plakostróno] -ομαι Ρ1 : στρώνω, τοποθετώ κατάλληλα πλάκεςI2 σε μια επιφάνεια, σε ένα δάπεδο: Έφεραν έναν τεχνίτη για να πλακοστρώσει την αυλή. Tο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι είναι πλακοστρωμένο.
[πλακόστρ(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]