Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαγιοκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαγιοκοπώ [plajiokopó] -ούμαι Ρ10.9 : πλευροκοπώ.

[λόγ. πλαγιο- + -κοπώ κατά το πλευροκοπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες