Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστοδοτώ [pistoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω, χορηγώ πίστωση, πιστώσεις: Οι γεωργοί πιστοδοτούνται από την Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδας.
[λόγ. πίστ(ις) -ο- + -δοτώ απόδ. γαλλ. faire crédit]