Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πισσάρω [pisáro] -ομαι Ρ6 : αλείφω κτ. με πίσσα (για να το στεγανοποιήσω): Πρέπει να ~ τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Πισσαρισμένη ταράτσα.
[πίσσ(α) -άρω]