Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιπερώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιπερώνω [piperóno] -ομαι Ρ1 : ρίχνω πιπέρι σε μαγειρικό παρασκεύασμα.

[πιπέρ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες