Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιπερίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιπερίζω [piperízo] Ρ2.1α : έχω μια έντονη, καυστική γεύση: Tο τυρί πιπερίζει λίγο.

[ελνστ. πεπερίζω κατά το πιπέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες