Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλατεύω [pilatévo] Ρ5.2α : (οικ.) ταλαιπωρώ, παιδεύω, βασανίζω κπ. εξακολουθητικά: Mη με πιλατεύεις άλλο. Mην το πιλατεύεις το σκυλί.
[μσν. *πιλατεύω (πρβ. μσν. πιλάτεμα) < Πιλάτ(ος) -εύω]