Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιλατεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιλατεύω [pilatévo] Ρ5.2α : (οικ.) ταλαιπωρώ, παιδεύω, βασανίζω κπ. εξακολουθητικά: Mη με πιλατεύεις άλλο. Mην το πιλατεύεις το σκυλί.

[μσν. *πιλατεύω (πρβ. μσν. πιλάτεμα) < Πιλάτ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες