Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετσιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετσιάζω [petsxázo] Ρ2.1α : 1. (προφ.) για παχύρρευστη συνήθ. επιφάνεια πάνω στην οποία σχηματίζεται πέτσα, κρούστα: Πέτσιασε το γιαούρτι. || Πέτσιασε η πληγή. 2. γίνομαι (σαν) πετσί: Πέτσιασε το κρέας, δεν τρώγεται.

[μσν. πετσιάζω < πέτσ(α) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες