Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρώνω [petróno] Ρ1α μππ. πετρωμένος : 1α. για κτ. που έχει μετατραπεί σε πέτρα· απολιθώνω1. β. για κτ. που έχει γίνει πολύ σκληρό και συμπαγές, που έχει γίνει σαν πέτρα: Πέτρωσε το χώμα. Πέτρωσε το γλυκό. Πέτρωσε το στήθος (μου), παρουσιάζει φλεγμονή, συνήθ. από την κατακράτηση του γάλατος κατά το θηλασμό. || (μτφ.): Πέτρωσε η καρδιά του, έγινε σκληρός, ανάλγητος, ασυγκίνητος. 2. (προφ.) μεταβάλλω κπ. ή κτ. ή μεταβάλλομαι σε πέτρινο ομοίωμα, κυρίως ως διαδικασία μαγική· μαρμαρώνω1: Tότε η μάγισσα πέτρωσε το καράβι. 3. (μτφ.) δεν μπορώ να αντιδράσω από φόβο ή δυσάρεστη έκπληξη, μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος· μαρμαρώνω2: Mόλις τον είδε μπροστά της, πέτρωσε. Πέτρωσε το χαμόγελο στα χείλη του. || για έντονο συναίσθημα: Ο ίδιος είχε πετρώσει κι έμεινε σαν άγαλμα από τη χαρά και τη συγκίνησή του.

[ελνστ. πετρ(ῶ) -ώνω, αρχ. πετροῦμαι `λιθοβολούμαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες