Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντρολάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντρολάρω [kontroláro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) έχω κτ. υπό έλεγχο ή επεμβαίνω επάνω σε κτ. ασκώντας ρυθμιστικό έλεγχο: Πρέπει να κοντρολάρεις τα νεύρα σου. Δεν κοντρολάρεται εύκολα, δεν ελέγχει τον εαυτό του. Ο παίκτης κοντρολάρει την μπάλα.

[ιταλ. contrallar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες