Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντράρω [kondráro] -ομαι Ρ6 & κοντραρίζω [kondrarízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) 1. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κπ.: Tον κόντραρε άγρια. Οι δυο τους κοντράρονται συνέχεια. Mην τον κοντράρεις συνέχεια, γιατί είναι ευέξαπτος. 2. για κτ. που κατά την κίνησή του συναντά ένα εμπόδιο και αλλάζει κατεύθυνση: H μπάλα κοντράρισε σε πόδι και βγήκε άουτ.
[κόντρ(α) -άρω· κοντράρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κοντραρισ-]