Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντοστέκω [kondostéko] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : κοντοστέκομαι: Tον είδα να κοντοστέκει.
[μσν. κοντοστέκω < κοντο- 2 + στέκω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντοστέκω.
-
- (Ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο (περιμένοντας ή διστάζοντας):
- εκοντοστάθην ώστι να πλερώσει (Μαχ. 40633)·
- καμπόσο ντρέπετον, καμπόσο κοντοστέκει (Θησ. ΙΒ´ [206]).
[<κοντο‑ + στέκω. Η λ. και σήμ.]
- (Ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο (περιμένοντας ή διστάζοντας):