Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντοζυγώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντοζυγώνω [kondoziγóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) πλησιάζω, έρχομαι πιο κοντά: Tο καράβι ολοένα και κοντοζύγωνε. Kοντοζύγωσε και γονάτισε. || Kοντοζυγώνει η ώρα.

[κοντο- 2 + ζυγώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες