Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντογυρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοντογυρίζω.
  • Κάνω μικρή στροφή προς τα πίσω:
    • ευθύς εκοντογύρισα και βλέπω τον και φεύγει (Διγ. Esc. 1454).

[<κοντο‑ + γυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες