Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονταροχτυπώ [kondaroxtipó] -ιέμαι Ρ10.1 : μετέχω σε κονταρομαχία, κυρίως μτφ. έρχομαι σε πολύ έντονη αντιδικία με κπ., κυρίως σε επίπεδο απόψεων, ιδεών κτλ.
[μσν. κονταροκτυπώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κοντάρ(ι) -ο- + κτυπώ (δες στο χτυπώ)]