Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονομάω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονομάω [konomáo] Ρ10.1α μππ. κονομημένος : (λαϊκ.) οικονομώ1.

[< οικονομώ1 με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μεταπλ. -άω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες